Τεστ κοπωσεως

 

Το τεστ κοπώσεως σε κυλιόμενο τάπητα χρησιμοποιείται στην καρδιολογία για να αξιολογήσει την αντίδραση της καρδιάς στην αυξημένη φυσική δραστηριότητα. Κατά τη διάρκεια του τεστ, ο ασθενής περπατά ή τρέχει πάνω σε κυλιόμενο τάπητα υπό συνεχή παρακολούθηση της καρδιακής συχνότητας, της αρτηριακής πίεσης και του ηλεκτροκαρδιογραφήματος (ΗΚΓ).

Στο θώρακα και στα άκρα του ασθενούς τοποθετούνται ηλεκτρόδια, τα οποία συνδέονται στον καρδιογράφο, ενώ στο μπράτσο του ασθενούς τοποθετείται μανσέτα μέτρησης της αρτηριακής πίεσης. Έπειτα, ο ασθενής αρχίζει να περπατάει πάνω στον κυλιόμενο τάπητα με αργό ρυθμό. Σταδιακά, η ταχύτητα και η κλίση του κυλιόμενου τάπητα αυξάνονται, με στόχο να αυξηθούν οι σφύξεις και να «κουραστεί» η καρδιά. Ο στόχος είναι η καρδιακή συχνότητα να ξεπεράσει το προβλεπόμενο για την ηλικία όριο. Η εξέταση διακόπτεται πρόωρα αν ο ασθενής εξαντληθεί και δεν μπορεί να συνεχίσει, αν παρουσιάσει συμπτώματα, αν εμφανιστούν αρρυθμίες ή αν η αρτηριακή πίεση αυξηθεί υπέρμετρα. Όταν ολοκληρωθεί το τεστ κοπώσεως, αξιολογούνται τα δεδομένα από την καταγραφή του ηλεκτροκαρδιογραφήματος σε συνδυασμό με τα συμπτώματα του ασθενούς και τη μεταβολή της αρτηριακής πίεσης.

Το τεστ κοπώσεως χρησιμοποιείται κυρίως για τη διάγνωση της στεφανιαίας νόσου. Ο καρδιακός μυς χρειάζεται οξυγόνο για να λειτουργήσει, το οποίο του παρέχεται μέσω του αίματος από τις στεφανιαίες αρτηρίες. Αν υπάρχει σημαντική στένωση (>70%) σε κάποια από αυτές, το αντίστοιχο τμήμα του μυοκαρδίου δεν αιματώνεται επαρκώς, με αποτέλεσμα την ισχαιμία. Η ισχαιμία εμφανίζεται ευκολότερα σε συνθήκες stress, όπου αυξάνονται η καρδιακή συχνότητα, το καρδιακό έργο και, επομένως, οι απαιτήσεις της καρδιάς σε οξυγόνο. Αν κατά τη διάρκεια του τεστ κοπώσεως προκληθεί ισχαιμία, ενδέχεται να παρουσιαστούν αλλοιώσεις στο ηλεκτροκαρδιογράφημα ή συμπτώματα όπως πόνος στο στήθος και δύσπνοια. Σε αυτή την περίπτωση, ο ασθενής υποβάλλεται σε περαιτέρω εξετάσεις για να διαγνωστεί με βεβαιότητα η στεφανιαία νόσος.

Εκτός από τη διάγνωση της στεφανιαίας νόσου, το τεστ κοπώσεως χρησιμοποιείται και για άλλες ενδείξεις. Σε ασθενείς με αρρυθμίες, βοηθά στη διαπίστωση εάν αυτές υποχωρούν ή επιδεινώνονται με την κόπωση. Επιπλέον, εφαρμόζεται σε ασθενείς που αναφέρουν λιποθυμικά επεισόδια ή επεισόδια ζάλης κατά τη σωματική καταπόνηση, ώστε να εντοπιστεί πιθανή καρδιολογική αιτία των συμπτωμάτων τους.